Δρ. Αλεξάνδρα Νικήτα, Ακτινοδιαγνώστρια Μαστού Mediterraneo Hospital
Η μαγνητική μαστογραφία είναι μία απεικονιστική εξέταση υψηλής ευκρίνειας για την απεικόνιση των δομών του μαστού και εφαρμόζεται συμπληρωματικά με τη μαστογραφία και το υπερηχογράφημα μαστών. Πρόκειται για μία σύντομη, εντελώς ανώδυνη και ακίνδυνη διαγνωστική εξέταση κατά την οποία η εξεταζόμενη δεν δέχεται ακτινοβολία.
Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται η μαγνητική μαστογραφία;
Η μαγνητική μαστογραφία δεν αντικαθιστά τη μαστογραφία ή τον υπέρηχο μαστών αλλά είναι ένα συμπληρωματικό εργαλείο που χρησιμοποιείται:
- στον προληπτικό έλεγχο σε γυναίκες υψηλού κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου μαστού. Πρόκειται για γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού ή ωοθηκών (μητέρα ή αδελφή που εμφάνισε καρκίνο του μαστού πριν από την ηλικία των 50 ετών, ή περισσότερους του ενός στενούς συγγενείς , συμπεριλαμβανομένων εκείνων από την οικογένεια του πατέρα με ιστορικό καρκίνου μαστού ή ωοθηκών), γυναίκες με μετάλλαξη στα ογκοκατασταλτικά γονίδια BRCA1 (Breast Cancer Type 1 susceptibility gene) και BRCA2 (Breast Cancer Type 2 susceptibility gene) και γυναίκες με ιστορικό ακτινοβολιών στον θώρακα σε ηλικία 10-30 ετών.
Σε κάθε περίπτωση, ο ακτινοδιαγνώστης ή ο χειρουργός μαστού θα εξετάσει το οικογενειακό σας ιστορικό και θα καθορίσει εάν η εξέταση μαγνητικής μαστογραφίας ενδείκνυται για την περίπτωσή σας. - για την περαιτέρω διερεύνηση δύσκολα αξιολογήσιμων ευρημάτων που εντοπίστηκαν στη μαστογραφία. Σε σπάνιες περιπτώσεις, εάν μία βλάβη που ανιχνεύεται στη μαστογραφία δεν μπορεί να αξιολογηθεί και να χαρακτηριστεί επαρκώς με , εντοπιστικές λήψεις, τομοσύνθεση, ή με υπερηχογράφημα, χρησιμοποιείται η μαγνητική μαστογραφία για να προσδιορίσει οριστικά εάν είναι απαραίτητη ή όχι η διενέργεια βιοψίας.
- για τον ακριβή καθορισμό της έκτασης της βλάβης σε συγκεκριμένους τύπους διαγνωσμένου καρκίνου και για τον αποκλεισμό ύπαρξης άλλων εστιών στον ίδιο ή και στον άλλο μαστό, ιδίως σε πυκνούς μαστούς καθώς και σε περιπτώσεις νεαρών γυναικών με καρκίνο μαστού. Με τη μαγνητική μαστογραφία διερευνάται επίσης η πιθανή παρουσία παθολογικών μασχαλιαίων λεμφαδένων .
- σε περιπτώσεις προηγηθείσας επέμβασης για καρκίνο στον μαστό για τη διερεύνηση πιθανής υποτροπής ή ανάπτυξης νέων εστιών στον ίδιο ή στον άλλο μαστό (αποτελεί μέθοδο επιλογής).
- για την αξιολόγηση της περιοχής της μαστεκτομής μετά τη θεραπεία του καρκίνου. Οι ουλές από την επέμβαση και ο υποτροπιάζων καρκίνος ενδέχεται να εμφανίζουν παρόμοια απεικονιστικά χαρακτηριστικά στη μαστογραφία και στον υπέρηχο. Εάν ανιχνευθεί μία αλλαγή στην ουλή της μαστεκτομής, είτε με τη μαστογραφία είτε με φυσική εξέταση, η μαγνητική μαστογραφία μπορεί να δείξει εάν πρόκειται για ουλώδη ιστό ή υποτροπή του καρκίνου.
- για την αξιολόγηση της ανταπόκρισης του όγκου στη χημειοθεραπεία σε περιπτώσεις που είναι απαραίτητη η προεγχειρητική χημειοθεραπεία (neoadjuvant chemotherapy)
- για την αξιολόγηση των ενθεμάτων μαστού και τη διερεύνηση ρήξης τους.
Πώς διενεργείται η μαγνητική μαστογραφία;
Η εξέταση πραγματοποιείται σε εξωτερική βάση και διαρκεί περίπου 30΄ με την εξεταζόμενη να τοποθετείται σε πρηνή θέση στον ειδικά διαμορφωμένο μαγνητικό τομογράφο.
Η άνεση της εξεταζόμενης κατά τη διάρκεια της μαγνητικής είναι σημαντική, ώστε να παραμείνει ήρεμη και ακίνητη για όσο χρειαστεί προκειμένου να ολοκληρωθεί η εξέταση με επιτυχία.
Για τη διερεύνηση πιθανής κακοήθειας είναι απαραίτητη η χρήση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού , διότι χωρίς αυτό η εξέταση είναι ανεπαρκής. Εάν, ωστόσο, η μαγνητική τομογραφία του μαστού πραγματοποιείται μόνο για την αξιολόγηση των ενθεμάτων μαστού, δεν απαιτείται χορήγηση σκιαγραφικού εκτός από τις περιπτώσεις που διερευνάται φλεγμονή στην περιοχή του ενθέματος.
Έχει μειονεκτήματα η μαγνητική μαστογραφία;
Δύο είναι τα βασικά μειονεκτήματα της μεθόδου: Το ένα είναι το μεγάλο ποσοστό των «ψευδώς θετικών» αποτελεσμάτων (“false-positive” results), όταν δηλαδή η εξέταση αναδεικνύει παθολογικά ευρήματα τα οποία αποδεικνύονται καλοήθη μορφώματα ή περιοχές ενεργού αδενικού ιστού.. Αυτό αποδεικνύεται με τη διενέργεια βιοψίας η οποία βγαίνει αρνητική. Το δεύτερο μειονέκτημα είναι η αδυναμία της μεθόδου να εντοπίσει μικροαποτιτανώσεις του μαστού, ύποπτες για αρχόμενη κακοήθεια.